παραμυθάς — ο πληθ. άδες, θηλ. παραμυθού πληθ. ούδες, αυτός που λέει πολλά παραμύθια, ο ψεύτης, ο πλάνος: Όλο θα, και θα, και θα, πάψε, βρε παραμυθά (λαϊκό τραγ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παραμυθατζής — ο, θηλ. παραμυθατζού 1. παραμυθάς 2. ψευταράκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παραμύθι / παραμυθάς + κατάλ. τζής (πρβλ. καφε τζής)] … Dictionary of Greek
Dimitris Nikolaidis — For other uses, see Nikolaidis. Dimitris Nikolaidis Born 1922 Asia Minor (now Turkey) Died January 1993 Athens, Greece … Wikipedia
Marika Krevata — Marika Kotopouli Μαρίκα Κρεβατά Born 1910 Athens, Greece Died September 14, 1994 … Wikipedia
γεμιτζής — ο 1. παλιός, έμπειρος ναυτικός 2. ειρων. αυτός που δεν έχει σχέση με τη θάλασσα 3. ειρων. ο κομπαστής, ο παραμυθάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. gemici «ναυτικός»] … Dictionary of Greek
γκάουτσο — (gaucho).Λέξη άγνωστης προέλευσης με την οποία χαρακτηρίζονται οι άνθρωποι των πάμπα,των απέραντων πεδιάδων της Νότιας Αμερικής. Απόγονος των Ισπανών που κατέκτησαν και αποίκισαν αυτές τις περιοχές, ο γ. συχνά προερχόταν από επιμειξίες με τους… … Dictionary of Greek
μπούρδας — και μπουρδιάς, ο [μπούρδα] 1. φλύαρος, πολυλογάς 2. ανόητος, χαζός 3. ψεύτης, παραμυθάς 4. καυχησιολόγος … Dictionary of Greek
μυθολόγος — ο (ΑΜ μυθολόγος) αυτός που διηγείται μύθους, παλαιές ιστορίες και παραδόσεις νεοελλ. αυτός που ασχολείται επιστημονικά με τη μυθολογία (μσν. αρχ.) αυτός που πλάθει με τη φαντασία του και διηγείται ψεύτικες ιστορίες, ο παραμυθάς αρχ. 1. ως επίθ.… … Dictionary of Greek
παραμυθολογάς — ο, θηλ. παραμυθολογού παραμυθάς, παραμυθολόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παραμυθολόγος + κατάλ. άς) … Dictionary of Greek
παραμυθού — η βλ. παραμυθάς … Dictionary of Greek